- γλυκοζουρία
- Όρος της ιατρικής που σημαίνει παρουσία γλυκόζης στα ούρα, η οποία συνήθως είναι αποτέλεσμα σακχαρώδους διαβήτη.
* * *ηιατρ. η παρουσία σακχάρου και κυρίως γλυκόζης στα ούρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκοζουρικός — ή, ό (παθολ.) αυτός που αναφέρεται στη γλυκοζουρία* … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek